- εὐρυτέρη
- εὐρύςwidefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐρυτέρῃ — εὐρύς wide fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σαρακατσάνος — ο, θηλ. Σαρακατσάνα και Σαρακατσάνισσα, N συν. στον πληθ. οι Σαρακατσάνοι και Σαρακατσαναίοι Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι με ιδιότυπα στοιχεία συλλογικής ζωής οι οποίοι στο παρελθόν μετακινούνταν σε μια ευρύτερη έκταση τής Βαλκανικής, αλλά μετά το … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek